- πλατύσκαλο
- τοπλατύ σκαλοπάτι στα σημεία που αλλάζει κατεύθυνση η σκάλα: Κουρασμένος κάθισα λιγάκι στο πλατύσκαλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλατύσκαλο — το, Ν 1. πλατύ, σκαλοπάτι τοποθετημένο στις θέσεις κλίμακας όπου αυτή αλλάζει διεύθυνση 2. η επιφάνεια στην οποία καταλήγει η κλίμακα σε κάθε όροφο ενός κτηρίου … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Κοπάν — I (Copàn). Αρχαία πόλη της Ονδούρας, κέντρο της αυτόνομης πολιτικής συνένωσης των Μάγια. Η επικράτεια της τελευταίας, κατά τον 7o και τον 8o αι. μ.Χ., καταλάμβανε τα σημερινά εδάφη της νοτιοανατολικής Γουατεμάλας και της βορειοανατολικής Ονδούρας … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
ανάβαθρο — το (Α ἀνάβαθρον) νεοελλ. χτιστή σκάλα μπροστά στην είσοδο κτηρίου, που αποτελείται από λίγα σκαλοπάτια και οδηγεί σε πλατύσκαλο αρχ. ψηλό κάθισμα ή θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βάθρον < βαίνω] … Dictionary of Greek
αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… … Dictionary of Greek
κεφαλόσκαλο — το 1. το σκαλοπάτι που βρίσκεται στο ακρότατο επάνω σημείο σκάλας, αλλ. πλατύσκαλο 2. ναυτ. το άκρο προβλήτας που εισχωρεί στην ανοιχτή θάλασσα … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek